σεβαστός

σεβαστός
(I)
-ή, -ό / σεβαστός, -ή, -όν, ΝΑ [σεβάζομαι]
1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος («σεβαστοὶ θεοί», επιγρ.)
2. προσωνυμία τού Αυγούστου και τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην Ελλάδα («τὸ δὲ ὄνομα εἶναι τούτῳ Αὔγουστος, ὅ κατὰ γλῶσσαν δύναται τὴν Ἑλλήνων σεβαστός», Παυσ.)
νεοελλ.
υπολογίσιμος ως προς την ποσότητα (α. «σεβαστό ποσό» β. «σεβαστή αμοιβή»)
νεοελλ.-μσν.
τίτλος τον οποίο καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός και τού οποίου ο κάτοχος ερχόταν πέμπτος στην τάξη μετά τον αυτοκράτορα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα («σύνοδος σεβαστὴ τοῡ θεοῡ αὐτοκράτορος Καίσαρος», πάπ.)
2. ονομασία τού μήνα Αυγούστου στην Αίγυπτο
3. το θηλ. ως ουσ. α) η ημέρα κατά την οποία γιόρταζαν τα γενέθλια ή την άνοδο τού αυτοκράτορα στον θρόνο
β) ως κύριο όν. ἡ Σεβαστή
η Σεβαστιάς*, η Αυγούστα («παρούσης Σεβαστῆς μετὰ τῶν ματρωνῶν», πάπ.)
4. (το ουδ. στο πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σεβαστά
οι αυτοκρατορικοί αγώνες, αλλ. τα Σεβαστεῑα* ή Σεβάσμια.
————————
(II)
ο, Ν
ζωολ. γένος σκορπιοειδών ιχθύων τού βόρειου Ατλαντικού και τής Βόρειας Θάλασσας, το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκορπαινίδες και περιλαμβάνει είδη ψαριών μεγάλης οικονομικής σημασίας, γνωστά ως κοκκινόψαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. sebastes < σεβαστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεβαστός — venerable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστός — ή, ό 1. άξιος σεβασμού, σεβάσμιος: Σεβαστό πρόσωπο. – Οι απόψεις σου είναι σεβαστές. 2. μτφ., πολύς, μεγάλος: Σεβαστό ποσό. 3. «σεβαστή ηλικία», προχωρημένη ηλικία, γεράματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυμινήτης, Σεβαστός — (Κύμινα Τραπεζούντας 1625; – Βουκουρέστι 1702). Δάσκαλος και συγγραφέας. Υπήρξε μαθητής του Θεόφιλου Κορυδαλλέα και του Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σύντομα αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο δραστήριους δασκάλους και πολυγραφότερους λογίους της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • σεβαστά — σεβαστός venerable neut nom/voc/acc pl σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc/acc dual σεβαστά̱ , σεβαστός venerable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστῶν — σεβαστός venerable fem gen pl σεβαστός venerable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστόν — σεβαστός venerable masc acc sg σεβαστός venerable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασταῖς — σεβαστός venerable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασταί — σεβαστός venerable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστοῖς — σεβαστός venerable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβαστοί — σεβαστός venerable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”